σιτάρκεια

σιτάρκεια
η хлебные запасы; обеспеченность страны хлебом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σιτάρκεια" в других словарях:

  • σιτάρκεια — η επάρκεια σίτου: Με τη συστηματική καλλιέργεια μεγάλων εκτάσεων κατόρθωσε η χώρα μας να αποκτήσει σιτάρκεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιτάρκεια — η, Ν [σιτάρκης] επάρκεια σιταριού και άλλων δημητριακών …   Dictionary of Greek

  • σιτάρκησις — ήσεως, ἡ, Μ [σιταρκῶ] η σιτάρκεια, η επάρκεια τροφής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»